περισσολόγος

Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

περισσολόγον, talking too much, wordy, Sch.Ar.Eq.89.

German (Pape)

[Seite 592] weitschweifig, geziert redend, sich gekünstelt oder übermäßig geschmückt ausdrückend, Schol. Ar. Equ. 89 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
verbeux.
Étymologie: περισσός, λόγος.

Greek (Liddell-Scott)

περισσολόγος: ον ὁ περιττὰ λέγων, περιττολόγος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
βλ. περιττολόγος.

Greek Monotonic

περισσολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, φλύαρος.

Middle Liddell

περισσο-λόγος, ον, λέγω
talking too much, wordy.