θορυβάζω

From LSJ
Revision as of 20:35, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

German (Pape)

[Seite 1215] v. l. von τυρβάζω, ev. Luc. 10, 41.

Chinese

原文音譯:turb£zw 替而巴索

詞類次數:動詞(1)

原文字根:喧囂

字義溯源:造成混亂,擾亂,煩擾,擾;源自(θορυβάζω / τυρβάζω)X*=群眾),而 (οὗτος)X出自(θόρυβος)=滋擾), (θόρυβος)出自(θροέω)=喧鬧), (θροέω)又出自(θρέμμα)X*=哭泣)。註:和合本不用 (θορυβάζω / τυρβάζω)而用 (θορυβάζω)。參讀 (θορυβέω)同義字

出現次數:總共(1);路(1)

譯字彙編

1) 擾(1) 路10:41