δυσέλικτος

From LSJ
Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέλικτος Medium diacritics: δυσέλικτος Low diacritics: δυσέλικτος Capitals: ΔΥΣΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dyséliktos Transliteration B: dyseliktos Transliteration C: dyseliktos Beta Code: duse/liktos

English (LSJ)

δυσέλικτον, hard to undo, Eust.229.38; hard to unroll and read, βίβλοι Jul.Or.7.227b.

Spanish (DGE)

-ον
1 de difíciles circunvoluciones, muy retorcido λαβύρινθος ... δυσδιέξοδος καὶ δ. Gr.Naz.M.36.61A
fig. como sinón. de inextricable, enrevesado, complicado βίβλοι Iul.Or.7.227b.
2 incapaz de formar espirales, que tiene dificultades para enrollarse τὸ ὑγρὸν ... τοῦ δράκοντος ... οὐ δυσέλικτον ἀλλὰ εὐέλικτον Eust.229.38.

German (Pape)

[Seite 678] sehr verwickelt, Eust.; schwer herauszuwickeln, herauszubringen, ὀδόντες δ. καὶ ἀγκιστρώδεις Ael. H. A. 14, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on déroule avec peine, inextricable.
Étymologie: δυσ-, ἑλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέλικτος: -ον, δυσκόλους, πολλοὺς ἑλιγμοὺς ἔχων, πολύπλοκος, Αἰλ. π. Ζ. 14, 8, Εὐστ. 229. 38.

Greek Monolingual

δυσέλικτος, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δυσέλικτον
η ιδιότητα της δύσκολης περιέλιξης
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ξετυλίγεται
2. πολύπλοκος, με πολλούς ελιγμούς.