διαδωρέομαι

Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A distribute in presents, X.Cyr.3.3.6, Posidon.24.
2 generally, distribute, assign, τινὰς εἰς τὰς ἐπαρχίας J.BJ6.9.2.

Spanish (DGE)

distribuir, regalar c. ac. de cosa y dat. de pers. ὅ τι που καλὸν ἴδοι ... ταῦτα κτώμενος διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιοτάτοις X.Cyr.3.3.6, cf. Posidon.68
c. ac. de pers. y εἰς c. ac. (τοὺς στασιώδεις) πλείστους δ' εἰς τὰς ἐπαρχίας διεδωρήσατο I.BI 6.418.

German (Pape)

[Seite 577] als Geschenk austheilen, Xen. Cyr. 3, 3, 6; vgl. Ath. IV, 154 c.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
distribuer à titre de présent.
Étymologie: διά, δωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δωρέομαι als geschenk uitdelen.

Russian (Dvoretsky)

διαδωρέομαι: раздавать в виде подарков, раздаривать (τι τοῖς ἀξιωτάτοις Xen.).

Greek Monotonic

διαδωρέομαι: αποθ., μοιράζω, διανέμω, χαρίζω, δώρο, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διαδωρέομαι: ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) καθόλου, διανέμω, παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2.

Middle Liddell

Dep. to distribute in presents, Xen.