Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
adv.
de Lesbos.
Étymologie: Λέσβος, -θεν.
Λεσβόθεν (Α)
επίρρ. από τη Λέσβο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λέσβος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθηνό-θεν, οίκο-θεν)].
Λεσβόθεν: с Лесбоса Hom., Anth.
from Lesbos, Il.