ἀρχέστατος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
irreg. Sup. of ἀρχαῖος,
A most ancient, A.Fr.187.
German (Pape)
[Seite 365] Aesch. frg. 173, der älteste.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχέστατος: λέγεται ὅτι ἀνώμαλ. ὑπερθ. τοῦ ἀρχαῖος, ἀρχαιότατος, Ἐτυμ. Μ. 31, 5· (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 186)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. ἐν Παραλειπ. 81 ἀντ’ αὐτοῦ προτείνει ἀρχέστρατος (τῆς Κρήτης), πρβλ. Ὀδ. Τ. 181, κἑξ.· ἴδε καὶ τὴν λέξιν ἀρχαῖος IV.