ἀπροσκόλλητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not adhering, τινί Eust.1940.20.
German (Pape)
[Seite 339] nicht angeleimt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσκόλλητος: -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι ἀπροσκόλλητος ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20.
Full diacritics: ἀπροσκόλλητος | Medium diacritics: ἀπροσκόλλητος | Low diacritics: απροσκόλλητος | Capitals: ΑΠΡΟΣΚΟΛΛΗΤΟΣ |
Transliteration A: aproskóllētos | Transliteration B: aproskollētos | Transliteration C: aproskollitos | Beta Code: a)prosko/llhtos |
ον,
A not adhering, τινί Eust.1940.20.
[Seite 339] nicht angeleimt, Eust.
ἀπροσκόλλητος: -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι ἀπροσκόλλητος ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20.