ἴλλοψ
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
οπος, ὁ, ἡ, coined as etym. of ἔλλοψ, Ath.7.308b,c, cf. Plu.2.728e.
French (Bailly abrégé)
οπος;
adj. m.
muet.
Étymologie: mot imaginé pour expliquer ἔλλοψ.
Greek (Liddell-Scott)
ἴλλοψ: -οπος, ὁ, ἡ, λέξις ἐπινοηθεῖσα πρὸς ἐξήγησιν τοῦ Ὁμηρικοῦ ἔλλοψ, «ἔλλοπες... βούλονται γὰρ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴλλοπές τινες εἶναι διὰ τὸ εἴργεσθαι φωνῆς· ἔστι γὰρ τὸ μὲν ἴλλεσθαι εἴργεσθαι, ἡ δὲ ὄψ φωνὴ» κτλ. Ἀθην, 308Β, C, πρβλ. Πλούτ. 2. 728Ε.
Russian (Dvoretsky)
ἴλλοψ: οπος adj. немой (Plut.; вымышленное слово, якобы объясняющее происхождение ἔλλοψ у Hes.).