προσαράζω

Revision as of 18:44, 10 January 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α αράζω / ἀράσσω
(για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.)
μσν.-αρχ.
ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή
αρχ.
1. προσεγγίζω, πλησιάζω
2. παθ. προσαράσσομαι
πέφτω πάνω σε κάτι («προσαράσσομαι τῷ λιθοστρώτῳ», Ιώσ.)
3. φρ. «προσαράσσω τινὶ τὰς θύρας» ή «προσαράσσω εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν» — κλείνω με ορμή και με θόρυβο την πόρτα στο πρόσωπο κάποιου.