ἑκατονταέτης
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
ἑκατονταέτες, of a hundred years, βιοτά Pi.P.4.282; centenarian, 100 years old, LXX Ge.17.17.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτονταέτης) ἑκατονταέτες
• Alolema(s): tb. ἑκατονταετής
centenario, βιοτά Pi.P.4.282, ἔνθ' ἑ. cien años (estuve) en este mundo, AP 8.12 (Gr.Naz.)
•subst. ὁ ἑκατονταέτης = el centenario εἰ τῷ ἑκατονταετεῖ γενήσεται dicho de Abraham, LXX Ge.17.17, cf. Ph.1.578, Ep.Rom.4.19.
English (Strong)
from ἑκατόν and ἔτος; centenarian: hundred years old.
French (New Testament)
ής, ές
centenaire, âgé de cent ans
ἑκατόν, ἔτος
Russian (Dvoretsky)
ἑκατονταέτης: или ἑκατονταετής 2 столетний (βιοτά Pind.).
Translations
centenarian
Chinese Mandarin: 人瑞; Czech: stoletý, stoletá; Dutch: honderdjarige; Finnish: satavuotias; French: centenaire; German: Hundertjährige, Hundertjähriger; Greek: εκατονταετής, εκατόχρονος, εκατοντούτης, εκατοντάχρονος, εκατοχρονίτης, αιωνόβιος, εκατό χρονών, εκατό ετών, ετών εκατό, κορακοζώητος; Ancient Greek: ἑκατονταέτης, ἑκατονταετής; Hungarian: százéves; Japanese: センテナリアン, 百寿; Norwegian Bokmål: hundreåring; Nynorsk: hundreåring; Polish: stulatek, stulatka; Russian: столетний человек, столетний, долгожитель, долгожительница; Spanish: centenario; Tagalog: sasandaanin