ἐχθρωδῶς
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
French (Bailly abrégé)
adv.
avec haine.
Étymologie: ἐχθρώδης.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθρωδῶς: с ненавистью, враждебно Polyb.: ἀ. ἔχειν τινί Dem. враждебно относиться к кому-л.