σιμικίνθιον
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
τό,
A v. σημικίνθιον.
German (Pape)
[Seite 882] τό, f. L. für σημικίνθιον.
Greek (Liddell-Scott)
σιμικίνθιον: τό, ἴδε ἐν λ. σημικίνθιον.