ἐλασία
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ἡ,= ἔλασις,
A riding, X.Eq.Mag.4.4; march,J.AJ2.10.2. II striking from a die, Gloss.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, = ἔλασις, Xen. Hipp. 4, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰσία: ἡ, = ἔλασις, τὸ ἐλαύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 4· πορεία, διάβασις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 10, 2. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐλασία· δίωξις».