Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
ἀλετρίς, κόρα, κοράσιον, κόρη, κόριον, κούρα, κούρη, κώρα, κώριον, νεᾶνις, νεῆνις, νῆνις, παιδίσκη, παρθενική, παρθένος, παρσένος, πόρις, πόρτις, πῶλος, ταλιθά