ἔνθυμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A spirited, Arist.Pol.1327b30.
German (Pape)
[Seite 843] muthig, Arist. Pol. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθῡμος: -ον, θυμοειδής, ζωηρός, τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3. -Ἐπίρρ. ἐνθύμως, προθύμως, ἐγκαρδίως, Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 978C.