μεγαλομέρεια
English (LSJ)
ἡ,
A largeness of parts, opp. μικρομέρεια, Arist.Metaph.989a6, Thphr.Ign.45.
II generally, largeness of scale, great size, μεγαλομέρεια καὶ δύναμις Plb.1.26.9; τόπου IG9(2).1109.77 (Coropa).
III lavishness, munificence, OGI 168.58 (Syene, ii B. C.), Sammelb.4321.4 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, das Bestehen aus großen Theilen, d. i. die Größe, Arist. metaph. 1, 8, 4; später auch μεγαλομερία.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλομέρεια: ἡ сложенность из крупных элементов, большие размеры составных частей Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλομέρεια: ἡ, μέγεθος μερῶν, ἀντίθετ. τῷ μικρομέρεια, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 4, Θεοφρ. π. Πυρ. 45· φέρεται δὲ μεγαμερία ἐν Πολυβ. 1. 26, 9.
Greek Monolingual
μεγαλομέρεια, ἡ (Α) μεγαλομερής
1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών
2. μεγάλο μέγεθος
3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία.