Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
Full diacritics: μῠλακρος | Medium diacritics: μύλακρος | Low diacritics: μύλακρος | Capitals: ΜΥΛΑΚΡΟΣ |
Transliteration A: mýlakros | Transliteration B: mylakros | Transliteration C: mylakros | Beta Code: mu/lakros |
ὁ,
A millstone, Alcm. 23.31.
II μύλακροι· γομφίοι ὀδόντες, Hsch.
μύλακρος, ὁ (Α)
1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύλακροι γομφίοι ὀδόντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλαξ, -ακος + επίθημα -ρος (πρβλ. μικρός)].