πολυθερής
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
πολυθερές, glosson βουθερής, Sch.S.Tr.188.
German (Pape)
[Seite 663] ές, viel weidend, = βουθερής, Schol. Soph. Trach. 191.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠθερής: -ές, (θέρω) ὁ πολλοὺς τρέφων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 191.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, πολύβοσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θερής (< θέρος, το), πρβλ. βουθερής].