ταυροθηρία
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
English (LSJ)
ἡ, bull-hunt, = ταυροκαθάψια, IG9(2).531 (Larissa).
Greek (Liddell-Scott)
ταυροθηρία: ἡ, ἡ θήρα ταύρου, Ἐπιγρ. Λαρίσης Journ. de Cstple, 22 Novembre 1865.
Greek Monolingual
ἡ, Α
εορτή προς τιμήν του Ποσειδώνος στη διάρκεια της οποίας γινόταν κυνήγι ταύρων με αγωνιστικές ή ακροβατικές ασκήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -θηρία (< -θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ἰχθυοθηρία].