φιλόκουρος
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
attonsus, Glossaria (sed leg. ψιλόκουρος).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκουρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν κουράν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσει να είναι κουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. πρωτόκουρος].