ισοτελής
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοτελής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου
2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα»)
αρχ.
1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά δικαιώματα αλλά όχι πολιτικά, αυτός που δεν καταβάλλει το «μετοίκιον» αλλά φορολογείται όπως και οι Αθηναίοι πολίτες
2. (για την Ήρα) ισότιμος («ἰσοτελὴς τῷ Διί» Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. δημοτελής, νεοτελής].