καρδιαλγής

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ές,

   A suffering from heartburn, Id.Acut.30, Gal.6.604.

German (Pape)

[Seite 1326] ές, an Magenschmerzen leidend, Medic.

Greek Monolingual

-ές (Α καρδιαλγής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός
2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος
αρχ.
αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής οσφυ-αλγής].