ισόγειος

From LSJ
Revision as of 13:18, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο
όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους, ο ισόγειος όροφος.
επίρρ...
ισογείως και ισόγεια
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, με τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γειος (< γῆ), πρβλ. λευκόγειος, μελανόγειος].