περιειλάς
From LSJ
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A encircling, ζῶναι Eratosth.Fr.16.3 (v.l. περιηγέες).
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, die herumgewundene, ζώνη, Eratosth. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
περιειλάς: -άδος, ἡ, ἡ περιβάλλουσα, ζῶναι Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. ἐν τῇ Εἰσαγωγῇ 153C· ἀλλὰ περηγέες, ὡς μνημονεύεται ἐν Ἡρακλ. Ἀλληγορ. 50.