ληκητής
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ληκητοῦ, ὁ, (ληκέω) bawler, ἀγοραίων λ. ἐπέων Timo 42.
Russian (Dvoretsky)
ληκητής: οῦ ὁ горлан, крикун (Timon ap. Diog. L. - v.l. к κηλητής).
Greek (Liddell-Scott)
ληκητής: -οῦ, ὁ, κεκράκτης, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ κηλητής, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.
Greek Monolingual
ληκητής, ὁ (Α) ληκάω
αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.).