ὑπονοθευτής
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A seducer, Ptol.Tetr.160, 164.
German (Pape)
[Seite 1227] ὁ, der Verführer, Sp.
Greek Monolingual
ὁ, Α ὑπονοθεύω
1. αυτός που εξαπατά κάποιον
2. (ιδίως σχετικά με γυναίκες) διαφθορέας.