Ἡρακλεώτης

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡρακλεώτης Medium diacritics: Ἡρακλεώτης Low diacritics: Ηρακλεώτης Capitals: ΗΡΑΚΛΕΩΤΗΣ
Transliteration A: Hērakleṓtēs Transliteration B: Hērakleōtēs Transliteration C: Irakleotis Beta Code: *(hraklew/ths

English (LSJ)

Ἡρακλεώτου, ὁ, a man of Heraclea, Arist.Pol.1327b14, IG22.1271 (-ειώτης ib.12.145):—Adj. Ἡρακλεωτικός, ή, όν, of Heraclea, Arist.HA525b5; ἅμμα Heracl. ap. Orib.48.8.1; (καρύα) Thphr. HP 1.10.6, 3.6.5, cf. Zopyr. ap. Orib.14.50.2; ἀμύγδαλα Diocl.Fr.126; ὀρίγανος Ἡρακλεωτική Philum.Ven.16.9; but σκύφος Ἡρακλεωτικός is said to derive its name directly from Heracles, Ath.11.500a:—fem. also Ἡρακλειτῶτις Thphr. HP 3.3.8, al.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. Ἡρακλειώτης.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡρακλεώτης: -ου, ὁ, κάτοικος τῆς Ἡρακλείας, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 8, κ. ἀλλ.· ― ἐπίθ. Ἡρακλεωτικός, ή, όν, ἐξ Ἡρακλείας, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 4. 2, 3· ― ἀλλά, σκύφος Ἡρακλεωτικὸν λέγεται ὅτι ὠνομάσθη ἅτε πρώτου Ἡρακλέους χρησαμένου διὰ τὰς στρατείας, Ἀθήν. 500Α· ― ἡρακλεωτικὴ καρύα Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 1. 10, 6., 3. 6, 5.

Russian (Dvoretsky)

Ἡρακλεώτης: ου ὁ уроженец или житель города Гераклеи Thuc., Xen., Plat.