στερεοβόας
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
-ου, ὁ, Glossaria on χαλκοβόας, Sch.S.OC1046.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοβόας: -ου, ὁ, ὁ ἰσχυρῶς βοῶν, μεγαλόφωνος, Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1046.
Greek Monolingual
και στερροβόας, ὁ, Α
αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].