σπουδόγελως
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ων, = σπουδογέλοιος, blending jest with earnest.
Greek Monolingual
-ων, Α
σπουδογέλοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + γέλως «γέλιο» (πρβλ. φιλόγελως)].