Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
[Seite 400] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λίθος, Diosc.
ὀστρακῖτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
κατώτερη ποικιλία της καδμ(ε)ίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμνίτις)].