ὑλοδρόμος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ον,
A wood-ranging, θῆρες Ar.Th.47; ἡ πιθήκη ὑλοδρόμος κέκληται Ael.NA6.26.
German (Pape)
[Seite 1177] im Walde laufend; θῆρες, Ar. Th. 47; E. M.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοδρόμος: -ον, ὁ διατρέχων τὰ δάση, θῆρες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 47.