γυμνητεία
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
(
A v.l. -ητία), ἡ, light-armed troops, Th.7.37. II nakedness, Corn.ND15; going unclothed, as a symptom of insanity, Ptol.Tetr.170.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, die Nacktheit, Sp., s. γυμνητία.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητεία: ἡ, γυμνότης, Εὐστ. Πονημ. 190. 43, κτλ. 2) οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, εὔζωνοι στρατιῶται, Θουκ. 7, 37.