σκιαινίς
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = σκίαινα (Corvina nigra, Umbrina cirrosa), Gal. 6.720, 724 (v.l. σκινίδες, etc.).
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, = σκίαινα, v.l. für σκιαθίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. σκίαινα.