σκιαθίς
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, an unknown fish (perhaps = σκίαινα), Epich.44.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, = σκίαινα, Epichartm. bei Ath. VII, 322 f.
French (Bailly abrégé)
[ῐᾰῐ] ίδος (ἡ),
c. σκίαινα, EPICH. fr. 28 Ahr.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
πιθ. η σκίαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. σκίαινα «είδος ψαριού» δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ., τέλος, λόγω της μορφής του έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το όνομα της νήσου Σκιάθου].