παλινσύλλεκτος
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ον,
A gathered again, Hsch., Phot. s.v. παλίλλογα.
German (Pape)
[Seite 450] bei Hesych. Erkl. von παλίλλογος.
Greek (Liddell-Scott)
παλινσύλλεκτος: -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.