προεκλείπω
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
A fail to assist, τινα Hp.Ep.10:—Pass., to be evacuated previously, J.AJ17.10.9.
German (Pape)
[Seite 719] vorher verlassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλείπω: ἐγκαταλείπω πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9.