ὀμπνιόχειρ
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
πλουσιόχειρ (open-handed), πλούσιος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμπνιόχειρ: ἴδε ὄμπνιος.
Greek Monolingual
ὀμπνιόχειρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + -χειρ (< χείρ, -ός), πρβλ. μονόχειρ, πλουσιόχειρ].