ἀναγαλλίς
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
ίδος, ἡ (also ὁ, Hsch.),
A pimpernel, Anagallis arvensis, and A. caerulea, Dsc.2.178, Longus 3.12, etc. II ἀ. ἔνυδρος, = σίον, Ps.-Dsc.2.127.
German (Pape)
[Seite 182] ίδος, ἡ, eine Pflanze, Gauchheil.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγαλλίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι, εἶδος γαλατσίδας, Διοσκ. 2. 209· πρβλ. ἀγαλλίς. - «ἀγαλλίς, πόα τις» Ἡσύχ.