πλουτοπράτης

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Reichthumverkäufer, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που κατά κάποιον τρόπο πουλά τον πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + πράτης (< θ. πρα- του πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο-πράτης, οινο-πράτης.