μαρτυροποιέω
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
A produce evidence, PLips.40 iii 14 (iv/v A.D.), Glossaria: —also in Med., call to witness, Corn.ND16.
II mostly in Med., testify, certify on oath, IG9(1).61.8 (Daulis, ii A.D.), Mitteis Chr.242.3 (ii A.D.), Sammelb.5217.20 (ii A.D.), etc.
Greek Monolingual
μαρτυροποιώ, μαρτυροποιέω (Α)
1. παρέχω μαρτυρία
2. μέσ. μαρτυροποιοῦμαι, -έομαι
α) καλώ κάποιον για μαρτυρία
β) βεβαιώνω ενόρκως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυς + ποιῶ, μέσω ενός αμάρτυρου μαρτυροποιός].