ἀντίρρησις

From LSJ
Revision as of 07:52, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίρρησις Medium diacritics: ἀντίρρησις Low diacritics: αντίρρησις Capitals: ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΣ
Transliteration A: antírrēsis Transliteration B: antirrēsis Transliteration C: antirrisis Beta Code: a)nti/rrhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, gainsaying, altercation, ἀ. γίγνεταί τινι πρός τινα περί τινος Plb.2.7.7; controversy, Gal.Phil.Hist.24 D.; refutation of, D.S.1.38, J.Ap.2.1, Hermog.Id.1.8, Gal.1.131; counter-statement, POxy.68.11 (ii A. D.); reply, Phld.Rh.1.384S., al., Sign.7, cf. ΙΙ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Grafía: tb. ἀντίρησις POxy.68.11 (II d.C.)
I altercado, controversia γενομένης τινὸς ἀντιρρήσεως τοῖς στρατιώταις πρὸς τοὺς στρατηγοὺς ὑπὲρ ὀψωνίων Plb.2.7.7, ἀντιρρήσεως γινομένης Plb.28.2.4.
II 1refutación καὶ ταύτην δὲ τὴν ἀπόφασιν οὐ πολλῆς ἀντιρρήσεως δεῖσθαι συμβέβηκε D.S.1.38, τήν τε ἀντίρρησιν ἐποιησάμην πρὸς Μανεθῶνα I.Ap.2.1, καὶ παυσαμένου μὴ εὐθέως ἐπιβάλλῃ τὴν ἀντίρρησιν Plu.2.39c, cf. Ammon.Diff.44, Gal.1.131, Hermog.Id.1.8 (p.262), A.D.Synt.215.9, 265.3, Coni.214.9
réplica πειρᾶταίτε Διονύσιος πρὸς ἃς φέρουσιν ἀντιρρήσεις οἱ παρ' ἡμῶν φιλοτεχνεῖν Phld.Sign.7.7, cf. Rh.1.384
sentencia en contra, condena ὅτι οὐκ ἔστιν γινομένη ἀντίρρησις ἀπὸ τῶν ποιούντων τὸ πονηρὸν ταχύ LXX Ec.8.11.
2 declaración contraria en un pleito ποιοῦμαι τὴν δαίουσαν ἀντίρησιν POxy.l.c., cf. SB 5357.12 (V d.C.).
III acción para evitar que se tome algo en prenda μηδεμιᾶς ἀποδόσεως [μήτε] ἀντιρρήσεως γεναμένης Mitteis Chr.2.240.23 (II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίρρησις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐναντίος ἰσχυρισμός, ἀντιλογία, πρός τινα Πολύβ. 2. 7, 7· ἐναντιολογία, ἀναίρεσις, Διόδ. 1. 38.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίρρησις: εως ἡ
1 возражение, тж. спор (πρός τινα Polyb. и πρός τι Plut.);
2 опровержение (τῆς ἀποφάσεως Diod.).

German (Pape)

ἡ, Widerspruch, Widerlegung, Sp.; Streit, Pol. 18.25; πρός τινα 2.7.