ἰκματώδης
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
[Seite 1248] ες, f. L. für ἰκμαδώδης.
ἰκματώδης, -ες (Α)
ικμαδώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς, αναλογικά προς το αιματώδης].