ὁλοήμερος
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
ὁλοήμερον,
A working the wholeday, BGU14iii 2, al.(iii A. D.).
II lasting the whole day, in Adv. ὁλοημέρως Tz.ad Hes.Op.566.
German (Pape)
[Seite 325] den ganzen Tag dauernd, s. Lob. Phryn. 676.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοήμερος: -ον, ὁ διαρκῶν ὅλην τὴν ἡμέραν. - Ἐπίρρ. -ρως, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556.
Greek Monolingual
και ολήμερος, -η, -ο (Α ὁλοήμερος και ὁλήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί όλη μέρα
2. αδιάκοπος, συνεχής
αρχ.
αυτός που εργάζεται όλη την ημέρα («ὁλοήμεροι ποταμῖται», πάπ.).
επίρρ...
ολοήμερα (Μ ὁλοημέρως)
1. καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, όλη την ημέρα
2. συνεχώς, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + ἡμέρα.