διαστόλιον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό,
A = διαστολεύς 1, Hippiatr.16.
German (Pape)
[Seite 604] τό, = διαστολεύς, Sp. Med.
Greek (Liddell-Scott)
διαστόλιον: τό, = διαστολεύς, Ἱππιατρ. σ. 63.