ἔνθαπερ

Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv. there where, where, stronger form of ἔνθα, Il.13.524, Hdt.1.14, Th.6.32, X.Lac.5.7,al.; to the place where, S.El.1495, Ph. 515 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἔνθᾰπερ)
• Morfología: frec. divissim en edd., v. ἔνθα
adv. relat.
1 allí mismo donde, donde c. verb. de reposo οὐκ ἔ. ἐδείπνουν καταμενοῦσι X.Lac.5.7, cf. An.4.8.25, D.L.4.8, τῇ τε ῥωγμῇ καὶ φλάσιν προσγενέσθαι ἀναγκαῖον ... ἔ. καὶ ἕδρη ἐγένετο καὶ ἡ ῥωγμή a la fractura se añade necesariamente también contusión ... precisamente allí donde se hicieron la hedra y la fractura Hp.VC 7, οἱ μὲν ἐς τὴν Κέρκυραν, ἔ. καὶ τὸ ἄλλο στράτευμα τῶν ξυμμάχων ξυνελέγετο Th.6.32, c. or. nom. pura τί σὺ δεῦρο, ἔ. ἡμεῖς οἱ ἐλεύθεροι; D.L.9.114.
2 hacia el sitio donde, adonde χώρει δ' ἔ. κατέκτανες πατέρα S.El.1495, cf. Ph.515, ἔ. εἰώθατε ἱππεύειν X.Mem.3.3.6.

German (Pape)

[Seite 841] da wo, Soph. El. 1487; wohin, Phil. 511; Her. 1, 14 u. A., bes. Dichter.

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
là précisément où, .
Étymologie: ἔνθα, -περ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνθαπερ: тж. ἔνθα περ adv. relat.
1 где: ἔ. ἄλλοι ἦσαν Hom. где находились (и) другие; ἔ. περ οἱ κρητῆρες Her. (там), где чаши;
2 куда: ἔ. ἐπιμέμονεν πορεύσαιμ᾽ ἄν Soph. я готов отвезти (его), куда он желает.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθαπερ: Ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἔνθα Ἰλ. Ν. 524, Ἡρόδ. 1. 14, Τραγ. κλ., ἐκεῖ ὅπου, ἔνθα περ ἐπιμέμονεν (ἐξυπακ. πορεύεσθαι) Σοφ. Φιλ. 515.

Greek Monolingual

ἔνθαπερ (Α)
επίρρ.
1. (επιτ. του ένθα) εκεί, όπου ακριβώς («κέεται δέ ὁ θρόνος οὑτος ἔνθαπερ oἱ τοῦ Γύγεω κρητῆρες», Ηρόδ.)
2. προς εκείνο το μέρος όπου («χώρει δ' ἔνθαπερ κατέκτανες πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἔνθαπερ: επίρρ., εκεί όπου, όπου, επιτετ. αντί ἔνθα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· εκεί όπου, σε Σοφ.

Middle Liddell


there where, where, stronger form of ἔνθα, Il., etc.: whither, Soph.