ἑταιριστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A lewd man, Poll.6.188:— fem. ἑταιρ-ίστρια, = τριβάς, Pl.Smp.191e, Luc.DMeretr.5.2, Tim.Lex.
German (Pape)
[Seite 1047] ὁ, der Hurer, Poll. 6, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιριστής: -οῦ, ὁ, ἀσελγὴς ἄνθρωπος, «ὁ περὶ τάς τῶν ἑταιρῶν θύρας κεκυλινδημένος» Πολυδ. Ϛ΄,188· θηλ. ἑταιρίστρια, = τριβάς, Πλάτ. Συμπ. 19Ε.