κίτρινος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον,
A of the citron-tree, ξύλον D.C.61.10. II of a citron yellow, PMasp.6ii82 (vi A.D.), Hdn.Epim.179. III κίτρινον, τό, a yellowish salve, Paul.Aeg.7.18.
German (Pape)
[Seite 1443] citronenfarbig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κίτρῐνος: -η, -ον, ἐκ κίτρου, ἔχων χρῶμα κίτρινον ὡς τῶν κίτρων, τῶν λεμονίων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 179, Ψελλ. Θαυμασ. 144.8· κίτρινον, τό, ἴσως = κιτράτον, Παῦλ. Αἰγ. 7. 18.