σκολυμώδης
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
σκολυμῶδες, like a σκόλυμος, φύλλον Thphr. HP 7.4.5, cf. 9.12.2.
German (Pape)
[Seite 902] ες, von der Art, Gestalt des σκόλυμος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκολῠμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σκόλυμον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7.4, 5.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σκόλυμος
όμοιος με το φυτό σκόλυμος («σκολυμῶδες φύλλον», Θεόφρ.).