θρομβοειδής

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρομβοειδής Medium diacritics: θρομβοειδής Low diacritics: θρομβοειδής Capitals: ΘΡΟΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thromboeidḗs Transliteration B: thromboeidēs Transliteration C: thromvoeidis Beta Code: qromboeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A full of clots or lumps, Hp.Mul.1.11,38.

German (Pape)

[Seite 1219] ές, = θρομβώδης, Hippocr.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θρομβοειδής, -ές)
θρομβώδης
μσν.
(για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + -ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο-ειδής, ρομβο-ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < thrombo-(πρβλ. θρόμβος) + -id (πρβλ. -ειδής < είδος)].