θυρεοειδής
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ές,
A shield-shaped: χόνδρος θυρεοειδής (male θυροειδής) the thyroid cartilage (in the larynx), Gal.2.839, UP7.11, al.; νῆσος θ. Str.17.2.2; θ. τόπος prob. for θυρο- in Hippiatr.40.
German (Pape)
[Seite 1227] ές, wie ein großer Schild, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρεοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα θυρεοῦ, χόνδρος θυρεοειδὴς (κακῶς θυροειδής), ὁ θυρεοειδὴς χόνδρος (τοῦ λάρυγγος), Γαλην. 2. 839.